Tα κουτάλια μου στο θέατρο Βαφείο το 2013



200 κουτάλια σκουλαρίκια  σκηνή του θεάτρου "Βαφείο" για για τις ανάγκες της παράστασης be-bee το  2013 ήταν μια αξέχαστη εμπειρία!
 Ευχαριστώ πολύ που  επέλεξαν τα δικά μου έργα και για το χώρο που μου παραχώρησαν να εκθέτω κοσμήματα μου στο φουαγέ του θεάτρου...
dominoart

Be.Bee...λίγα λόγια για τη παράσταση



Η νεαρή Bea ονειρεύεται μια ζωή που ποτέ δεν θα έχει, σε ένα βαθιά συναισθηματικό έργο που διερευνά τα όρια της ελπίδας και της συμπόνιας
H Μπέατρις Τζέιμς είναι ένα ζωντανό, αινιγματικό, χαρισματικό κορίτσι. Έχει δύο πλευρές. Ζει δύο ζωές. Η μία είναι η «αντικειμενική» ζωή που βλέπουν οι άνθρωποι γύρω της και κυρίως η μητέρα της. Είναι η ζωή που φαίνεται πως ζούμε και για την οποία κρινόμαστε.

Η ζωντάνια, η ευθύνη, η συμπόνια και κυρίως η ζωή, όπως είναι και η ζωή, όπως την ονειρεύεται ο καθένας, είναι η αφορμή, η αφετηρία και η έμπνευση του Ιρλανδού συγγραφέα, για τη δημιουργία της «Be.Bee», μιας συγκινητικής και σύγχρονης κατάθεσης ψυχής, που παρουσιάζεται από τη Δευτέρα 7 Ιανουαρίου και κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στο θέατρο Βαφείο, στον Βοτανικό.
Η Πέπη Οικονομοπούλου, η Ναταλία Στυλιανού και ο Φώτης Σπύρος, επί σκηνής ερμηνεύουν ένα έργο, όπου «Η ζωή έχει το προβάδισμα και ο θάνατος έχει ένα πολύ ισχυρό υποστηρικτικό χαρακτήρα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η σκηνοθέτις του έργου, Φαίη Τζανετοπούλου.
Η υπόθεση κινείται γύρω από την ιστορία της Μπέατρις Τζέιμς, ενός ζωντανού, αινιγματικού, αλλά και χαρισματικού κοριτσιού, που έχει δύο πλευρές και ζει δύο ζωές.
Η μία είναι η «αντικειμενική» ζωή, που βλέπουν οι άνθρωποι γύρω της και κυρίως η μητέρα της. Είναι η ζωή, που φαίνεται πως ζούμε και για την οποία κρινόμαστε.

Η άλλη, είναι η εσωτερική ζωή της Μπέατρις, στο επίπεδο της φαντασίας, της καρδιάς και της σκέψης. Η δεύτερη ζωή είναι ανατρεπτική, απολαυστική και πλήρως αντισυμβατική. Όπως η ηρωίδα Μπέατρις, έτσι ακριβώς και το έργο του Ιρλανδού Mick Gordon στο σύνολό του, έχει δύο πόλους. Έναν απόλυτα κωμικό, εξωστρεφή, σπιρτόζικο πόλο με πρωταγωνιστές την Μπέατρις και τον όχι-γκέι-Ρέι. Κι έναν πόλο περισσότερο ρεαλιστικό και συναισθηματικό, με πρωταγωνίστρια τη μητέρα της Μπέατρις, την αυστηρή κα. Τζέιμς.
Η «Be.Bee» τελικά είναι μία παράσταση, όπου όλοι, ηθοποιοί και θεατές, καλούνται να επανεκτιμήσουν τα όρια της δικής τους συμπόνιας, τα όρια της δικής τους κατανόησης.

Αγγελίτα Τσούγκου, Νάνσυ Μητσάλη, παίζουν: Πέπη Οικονομοπούλου (Κυρία Τζέιμς), Ναταλία Στυλιανού (Μπη), Φώτης Σπύρος (Ρέι), σκηνικά: Σοφία Ζούμπερη, κοστούμια: Ηλιοστάλαχτη Βαβούλη, φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη, μουσική: Γιάννης Ψειμάδας.








Ιστορικό Θεάτρου. Βαφείο- Λάκης Καραλής






ΕΤΟΣ ΙΔΡΥΣΕΩΣ 1885
ΜΑΞ-ΣΙΚ
ΣΤΕΓΝΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΡΙΑ-ΒΑΦΕΙΑ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ 117-ΑΘΗΝΑΙ
ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΙ
*ΣΤΕΓΝΟ ΚΑΘΑΡΙΣΜΑ
*ΠΛΥΣΤΙΚΑ
*ΡΑΠΤΙΚΑ
*ΓΑΛΛΙΚΟ ΜΑΝΤΑΡΙΣΜΑ
*ΑΔΙΑΒΡΟΧΟΠΟΙΗΣΙΣ
*ΚΑΘΑΡΙΣΜΑ ΧΑΛΙΩΝ
*ΒΑΨΙΜΑΤΑ
*ΠΡΟΣ ΦΥΛΑΞΙΝ &ΑΣΦΑΛΕΙΑΝ
Ένας χώρος, μια ιστορία…
Στην προσπάθειά μας να συλλέξουμε πληροφορίες σχετικά με την ιστορία του πολύ ενδιαφέροντος χώρου, σε τμήμα του οποίου στεγάζεται το σημερινό Θέατρο «Βαφείο- Λάκης Καραλής», είχαμε την ευτυχία να συναντήσουμε και να συνομιλήσουμε με τον 5ης γενιάς απόγονο του ιδρυτή, κύριο Παύλο Σικ, οποίος είχε την ευγένεια να μας παραχωρήσει συνέντευξη με τις αναμνήσεις του από το χώρο-πρώην εργοστάσιο «Βαφείο ΜΑΞ-ΣΙΚ». Αποσπάσματα της συνέντευξης παρατίθενται αυτούσια.
Το εργοστάσιο αυτό χτίστηκε γύρω στο 1878, ίσως και νωρίτερα, από τον Μάξιμο φον Σικ, αυστριακής καταγωγής. Ο Μάξιμος Σικ πήγε στη Λυών της Γαλλίας και σπούδασε χημικός. Εκεί γνωρίστηκε με την αυλή των απογόνων του Ναπολέοντα Μποναπάρτ.
Εκείνοι προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν, να φτιάξει ένα εργοστάσιο στην Ελλάδα, αρχικώς λευκαντήριο.
Έστελναν λοιπόν, με το υπερπολυτελές τρένο της εποχής, το Σαν Μπλαν, τα λευκά υφάσματα της αυλής, εδώ στο Βοτανικό, στην οδό Κωνσταντινουπόλεως 117, λευκαίνονταν και στη συνέχεια τα επέστρεφαν πίσω.
Η θέση που χτίστηκε το εργοστάσιο, δίπλα ακριβώς στις γραμμές του τρένου, επελέγη γι’ αυτόν το λόγο. Να μεταφέρονται και να ξεφορτώνονται εμπορεύματα και κάρβουνο. Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης το γεγονός ότι βρέθηκε εδώ νερό, γιατί περνούσαν από κάτω παραπόταμοι.
Το ελληνικό κράτος (Παλάτι) και συγκεκριμένα ο πρίγκιπας Πέτρος, δούκας του Κέντ και σύζυγος της Μαρί Μποναπάρτ, ανιψιάς του Μεγάλου Ναπολέοντα, παραχώρησε δωρεάν το 80% του οικοπέδου στον Μάξιμο Σικ, προκειμένου να χτιστεί ένα τέτοιο εργοστάσιο, γιατί δεν υπήρχε λευκαντήριο στην Ελλάδα.
Ο Μάξιμος Σικ παντρεύτηκε τη Μαρί Προσέ, γαλλικής καταγωγής, ευνοούμενη της αυλής της Γαλλίας και φίλη της Μαρί Μποναπάρτ και απέκτησαν τέσσερα αγόρια, τον Ιωσήφ (Ζοζέφ), τον Νίκο, τον Παύλο και τον Κάρολο.
Μετά το θάνατο του ιδρυτή, την επιχείρηση, η οποία είχε ήδη μετατραπεί και σε Βαφείο-Φινιριστήριο, την διαδέχτηκαν τα δύο αδέρφια, ο Παύλος και ο Ιωσήφ (Ζοζέφ).
Έξω από το εργοστάσιο, στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, υπήρχε ένας πελώριος βράχος, όπου αναγραφόταν το έτος ιδρύσεως και κατασκευής, ο οποίος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Απορώ πως κατόρθωσαν να τον μεταφέρουν.
Οι βαφές που γίνονταν εδώ θεωρούνταν οι
καλύτερες στην Ελλάδα, ίσως και στην Ευρώπη.
Την εποχή εκείνη τα ελληνικά ανάκτορα, ακόμα και ο Μεταξάς, έφερναν τα ρούχα τους και τα έβαφαν .
Αργότερα έγινε ταπητοκαθαριστήριο και βαφείο–καθαριστήριο.
Δυστυχώς όμως, διέρρηξαν το εργοστάσιο. Έκλεψαν πάνω από 2.000 χαλιά και επειδή δεν ήταν ασφαλισμένα κλονίστηκε η επιχείρηση, διότι αποζημιώθηκαν όλοι οι πελάτες.
Στη συνέχεια ο Μάξιμος Σικ ο δεύτερος, γιος του Παύλου, το μετέτρεψε σε φινιριστήριο και λευκαντήριο καναβατσότριχας (καναβάτσα υφάσματα για τους ώμους στα σακάκια).
Επεξεργαζόταν επίσης κασμίρια, ζορζέτες και πικέ.
Ήτανε και το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής γάζας στην Ελλάδα.
Η επιχείρηση απασχολούσε συνολικά 350 άτομα προσωπικό.
Είχε 22 υποκαταστήματα-μαγαζιά σε όλη την Ελλάδα: Θεσσαλονίκη, Βόλο Λάρισα, Πειραιά, Καλαμιώτου- Ομόνοια, Αδριανού- Πλάκα, πλατεία Κυψέλης, πλατεία Κολιάτσου και πολλά άλλα, από όπου έφερναν τα ρούχα για στεγνό καθάρισμα ή βάψιμο στο εργοστάσιο και τα πήγαιναν αυθημερόν πίσω στα καταστήματα.
Η ιστορία του παππού μου, του Παύλου.
«…Ο παππούς ήταν πολύ όμορφος άντρας. Όπως κι ο πατέρας του, ο Μάξιμος. Και είχε μια κοπέλα που εργαζότανε εδώ, πολλά χρόνια, μέχρι που γέρασε και πήρε σύνταξη από εδώ.
Αυτή έμενε πίσω, σε ένα ποτάμι που υπήρχε. Ήσαν πρόσφυγες αυτοί. Και ο παππούς μου ήξερε πως είχε μια κόρη, πάρα πολλή όμορφη, την Ειρήνη.
Πράγματι ήτανε καλλονή αυτή η γυναίκα. Και την έβλεπε κάπου-κάπου που περνούσε από δω με τη μάνα της. Για να πάρουν οικονομική βοήθεια, που τους έδινε ο παππούς. Παρόλο που είχε βγει στη σύνταξη τη βοηθούσε κάθε τόσο.
Αλλά ο παππούς είχε ερωτευτεί την Ειρήνη.
Φεύγει μια μέρα, ή μάλλον, στέλνει έναν εργατοτεχνίτη από δω: «Τράβα», του λέει, «να φωνάξεις τη Μαριώ, Μαριώ θαρρώ τη λέγανε τη γιαγιά, τη μάνα της».
Κι έρχεται η γιαγιά, η κακομοίρα, με μαγκούρα, μου τα ΄λεγε ο παππούς μου αυτά, και της λέει: «Άκουσε Μαριώ, για να τελειώνουμε», λέει, «εγώ δεν μπορώ να σου δίνω χρήματα, αισθάνομαι άσχημα. Και εν’ πάση περιπτώσει έχεις μια κόρη που είναι καιρός να παντρευτεί!» «Ναι, αφεντικό μου», έλεγε αυτή - τον αγαπούσαν οι εργάτες τον παππού, κι αυτός, δύσκολες εποχές τότε, πιο ανθρώπινα όλα.- «Αλλά, εγώ, είμαι ερωτευμένος μαζί της και να πας τώρα να της πεις, την άλλη βδομάδα θα ‘ρθω να τη ζητήσω! Πάρε και τόσα λεφτά…»
Της έδωσε κάμποσα λεφτά να πάει να ψωνίσει, να φτιαχτεί για την περίσταση. Ό,τι χρειαζόταν. Διότι θα πήγαινε με τ’ αδέρφια του, να τη ζητήσει σε γάμο.
Εκείνη, εκτός από όμορφη ήταν και πανέξυπνη κοπέλα με προσωπικότητα και είχε επιφυλάξεις, λόγω κοινωνικής διαφοράς και τέτοια, τότε, και τον παίδεψε τον παππού. Δεν τον ήθελε. Εκείνος επέμενε ασφυκτικά μέχρι που τον έβαλε να της υποσχεθεί πως, όταν παντρευτούνε, θα βοηθάνε τους φτωχούς με συσσίτια κι αγαθοεργίες. Έτσι κι έγινε.
Όταν παντρεύτηκαν, της έκανε πολλά παιδιά. Τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι, τον πατέρα μου, τον Μάξιμο. Η γιαγιά μου ήταν γεννημένη στην Σαντορίνη, η μάνα της ήταν Μικρασιάτισα.
Της έδινε ο παππούς μια άμαξα πολυτελείας, τότε, και την έστελνε κάθε μέρα να φέρνει βόλτα όλα τα μαγαζιά, να επιθεωρεί.
Κι έπαιρνε η καημένη το δρόμο, με τον καβαλάρη, εκεί, της άμαξας, και πήγαινε πρώτα-πρώτα στην Αιόλου, απέναντι από την Εθνική Τράπεζα. Καθότανε η γιαγιά Ειρήνη και παρακολουθούσε. Μετά πήγαινε στην Καλαμιώτου, άλλο κατάστημα. Της έλεγε: «Τι γίνεται Ειρήνη; Δουλεύουν τα μαγαζιά;» «Δουλεύουν, δουλεύουν», του έλεγε αυτή. Αλλά τη ζήλευε φοβερά. Τη ζήλευε φοβερά την καημένη και της έκανε τη ζωή κόλαση. Αλλά ήτανε πολλή καλή γυναίκα, ευλογημένη γυναίκα. Είχε μεγάλη αδυναμία σ’ εμένα». Γιατί ένα γιο είχε και τέσσερις κόρες και καταλαβαίνετε το διάδοχο τον ήθελε. Απεβίωσε νέα, βέβαια, η καημένη, από τον καημό της, γιατί τη ζήλευε: Πού ήσουνα, τι έκανες και τέτοια.
Συσσίτια έκαναν για πολλά χρόνια. Κυρίως στην κατοχή. Όλοι, και το προσωπικό, έτρωγαν εδώ.
Υπήρχε μαγειρείο εδώ. Είχαμε καζάνια. Είχαμε μάγειρα. Εδώ, στο διάδρομο τον κεντρικό του εργοστασίου, ήταν ένας μάγειρας, ο οποίος ήξερε τη δουλειά καλά. Και έτρωγε εδώ όλο το προσωπικό και στέλνανε και κάτω στο ποτάμι φαΐ, στους συγγενείς που είχανε.
Ο παππούς μου είχε πολλή καλή σχέση με τους εργάτες του. Εγώ μάλιστα κληρονόμησα και δύο εργάτες από τον παππού μου, τους οποίους τους είχα πάντα μαζί μου στη δουλειά. Και έφυγαν λίγο πριν πεθάνουν. Ήταν εντολή του παππού αυτή.
Ο άλλος, ο Νίκος Σικ, ο αδερφός του, είχε άλογα. Έτρεχε με άλογα πρωταθλητές. Δυο φορές είχε κερδίσει το γκραν πρι με τον τέως βασιλιά, τον Κωνσταντίνο. Ο Κάρολος πήγε στην Ελβετία να σπουδάσει. Δεν είχε απογόνους. Ο Ζοζέφ είχε μόνο μία κόρη, που παντρεύτηκε τον καθηγητή και διευθυντή του νοσοκομείου Ευαγγελισμός… δε θυμάμαι όνομα...»
Το εργοστάσιο έχει έκταση 750 τ.μ. Έχει δύο εισόδους από την οδό Κωνσταντινουπόλεως και μία από την οδό Αγίου Όρους (σημερινή είσοδος του θεάτρου «Βαφείο-Λάκης Καραλής).
Είναι διώροφο με υπόγεια και στέρνες.
Το ένα τμήμα είναι πέτρινο με κεραμοσκεπή εξαιρετικής κατασκευής, και το άλλο (όπου στεγάζεται σήμερα το θέατρο) είναι χτισμένο με την κλασική εργοστασιακή τεχνική με τις τζαμαρίες.
Στην οδό Κωνσταντινουπόλεως σταματούσαν τα τρένα, τα βαγονέτα και οι άμαξες έμπαιναν από την πόρτα μέσα στον ακάλυπτο-δρόμο του εργοστασίου, όπου άφηναν πρώτες ύλες και εμπορεύματα.
Μεταξύ των δύο εισόδων υπήρχε το φουγάρο -τεράστια καμινάδα- που επικοινωνούσε με δύο πελώρια παλιά βαπορίσια καζάνια, τα οποία λειτουργούσαν με κάρβουνο.
Δίπλα στους φούρνους-καζάνια υπάρχει πηγάδι με πολύ νερό. Το πηγάδι αυτό είχε υφάλμυρο νερό, του οποίου η στάθμη ανέβαινε τη νύχτα.
Πιθανότατα επικοινωνούσε με παραπόταμο του παλιού Ηριδανού ποταμού. Το νερό αυτό ήταν ιδανικό για να σταθεροποιείται το χρώμα στις βαφές, διότι περιείχε αλάτι.
Υπάρχουν στέρνες μαρμάρινες και χτιστές-πέτρινες, αλλά και ξύλινες υποδοχές-τύπου στέρνας, για να γίνονται οι βαφές και να συλλέγονται τα νερά της βροχής.
Υπάρχει ένα πελώριο μηχάνημα-ξύλινος κύλινδρος, η ξεσκονίστρα. Με αυτό ξεσκονίζονταν τα χαλιά πριν καθαριστούν. Αυτό τώρα βρίσκεται στο βάθος της υπόγειας αποθήκης σφηνωμένο. Και γι’ αυτό διασώθηκε, προστατευμένο από τη βροχή.
Στο δεύτερο όροφο υπήρχαν κυρίως υφαντουργικοί ιστοί-αργαλειοί, 30 στον δεύτερο και 30 κάτω, στον πρώτο.
Στο χώρο που βρίσκεται σήμερα το φουαγιέ του θεάτρου, επειδή είχε υγρασία συντηρούνταν τα γούνινα παλτά των γυναικών και τα χαλιά.
«…Στα δωματιάκια του δευτέρου ορόφου δούλευαν οι εργάτριες τους αργαλειούς, αυτούς τους ελληνικής κατασκευής. Ήταν θορυβώδεις αυτοί. Ταυτόχρονα φέραμε αργαλειούς και από τη Ρωσία, είχαμε καλές σχέσεις με τους Ρώσους, υπερσύγχρονους τότε για να αυξήσουμε την παραγωγή.
Εκεί μέσα είχαμε και έρωτες. Πολλούς έρωτες στο εργοστάσιο. Μάλιστα θυμάμαι κάποτε ένας εργάτης αυτοκτόνησε από έρωτα για τα μάτια μιας κοπέλας εργάτριας, εδώ, που δεν τον ήθελε. Έπεσε από τον δεύτερο όροφο και φούνταρε. Από έρωτα πήγε κι αυτός.
Οι εργάτες φορούσαν σαμπώ, φτιαγμένα από ξύλο και σαμπρέλα, για να μην καίγονται τα πόδια τους από τα καυτά νερά του βαφείου. Είχαμε φτιάξει πάρα πολλά σαμπώ τότε. Είχα μάθει κι εγώ τον τρόπο.
Οι στέρνες, που υπάρχουν ακόμα στο εργοστάσιο, ήταν λευκαντήρια. Γύρναγαν οι ανέμες και κάναμε πλύσιμο στα λευκά υφάσματα. Πρώτες ύλες παίρναμε από την ΧΡΩΠΕΙ του Σοφιανόπουλου. Είδα ότι έχουν σωθεί ακόμα βαρελάκια με χρώματα από τότε. Αυτή ήταν μια μεγάλη βιομηχανία χρωμάτων και φαρμάκων στην Πειραιώς.
Παίρναμε από κει χρώματα και λευκαντικές ουσίες για να κάνουμε τις λευκάνσεις στα υφάσματα. Είχαμε λοιπόν αυτές τις γούρνες με τις ανέμες και φέρναμε βόλτα τα υφάσματα και δουλεύαμε μέρα-νύχτα. Η ΧΡΩΠΕΙ έκανε τα καλύτερα χρώματα στον κόσμο. Έφτιαχνε και υπεροξείδιο του υδρογόνου. Έφτιαξε το φάρμακο, το ΑΛΓΚΟΝ. Είχε 1.000 εργάτες και 100 χημικούς, που έκαναν έρευνα. Η οικογένεια Σοφιανόπουλου είχε μεγάλη εκτίμηση σε μας, γιατί είχαμε τεχνογνωσία και τους λέγαμε πώς να διορθώνουν τα χρώματα.
Μέσα στο εργοστάσιο υπήρχε ένα δεκατιστήρι. Ένα θηρίο μηχάνημα που όταν έπαιρνε μπροστά ακουγόταν από την Ομόνοια. Τόσο θόρυβο έκανε. Είχε μεγάλη πρέσα. Πίεζε πολύ και ουσιαστικά σιδέρωνε τις καναβατσότριχες, που είχαν κόλλες απάνω. Αλλά για να πάρει αυτό μπροστά –ήτανε πολύ μεγάλο, 4 μέτρα φάρδος και ύψος γύρω στο 1 μέτρο- τύμπανο ήτανε. Καιγότανε, πυρακτωνότανε και σιδέρωνε. Πρέσαρε με μεγάλη πίεση τον ατμό μέσα και αυτό δημιουργούσε θόρυβο.
Την καμινάδα την βλέπανε από την Ομόνοια να δουλεύει. Σε τούτη την καμινάδα εγώ εκπαιδεύτηκα πώς να την καθαρίζω. Ρίχναμε από κάτω τουφεκιά με δίκαννο. Μόλις ρίχναμε την τουφεκιά ελευθερώνονταν και πέφτανε οι σκόνες. Γιατί η τουφεκιά δημιουργεί πίεση αέρα.
Ο παππούς μου μάθαινε και πώς να ελέγχω αν οι σωλήνες είναι γεροί. Μην εκραγούν και σκοτωθεί κανένας. Μου έδινε, λοιπόν, ένα σφυράκι και μου έλεγε, εγώ ήμουνα μικρός: «Άκου να δεις θα κάνεις ότι κάνω εγώ», και όταν δούλευε το καζάνι και μετέφερε ατμό στα μηχανήματα, δηλαδή η πίεση είχε φτάσει 10 ατμόσφαιρες περίπου, χτύπαγε τη σωλήνα νταν νταν νταν νταν! Έτσι και έκανε ντουκ, μου έλεγε «είναι σάπια αυτή, πρέπει να την κόψουμε αυτή, να την αλλάξουμε, είναι σκάρτη.
Εδώ μέσα είχε ένα στεγνωτικό μηχάνημα 30 μέτρα με τρεις θαλάμους. Και περνούσαν τα υφάσματα μέσα και στεγνώνανε. Αυτό δούλευε και με κάρβουνο και με πετρέλαιο.
Είχαμε μέσα υφαντουργικούς ιστούς-αργαλειούς, ελληνικής κατασκευής, που φτιάχνονταν στον Περισσό.
Μηχανήματα κοπής-ραφής, αυτόματο συσκευαστήριο, ραπτικές μηχανές, τι δεν είχε…
Αργότερα κάναμε τεράστια επένδυση με υπερσύγχρονα μηχανήματα και πήραμε τη βιομηχανία του Θανάση του Γέλτσου, τη Βιοφάρμ, τη βάλαμε μπροστά κι αυτή. Όμως κι αυτή δεν είχε τύχη, δυστυχώς έκλεισε…»
Κάποια από τα μηχανήματα διασώζονται ακόμη στον ευρύτερο χώρο του εργοστασίου και κάποια σώζονται στο σημερινό Θέατρο «Βαφείο- Λάκης Καραλής», όπως ραπτομηχανές, ταμπέλες, πάγκοι, κρεμάστρες, δοχεία με χρώματα κ.α.
Πολλά όμως, λεηλατήθηκαν ή καταστράφηκαν από τη φθορά των χρόνων. Κάποια πετάχτηκαν για παλιοσίδερα όταν το εργοστάσιο ήταν σε λειτουργία, διότι βγήκαν καινούρια πιο σύγχρονα.
Η σημασία του εργοστασίου ήταν τεράστια. Εκτός από τη μεγάλη συνεισφορά του στην οικονομική ζωή του τόπου και την τεράστια τεχνογνωσία που παρείχε, πρόσφερε και ουσιαστικό κοινωνικό έργο. Εκτός από τα συσσίτια που γίνονταν την περίοδο της κατοχής, μέσα σ’ αυτό βρήκαν καταφύγιο και σώθηκαν πολλοί, πάρα πολλοί αριστεροί αντάρτες.
«…Όσους εντοπίζανε οι Γερμανοί ερχόντουσαν να κρυφτούνε εδώ. Εκεί, στην ξεσκονίστρα κάτω, υπήρχε τόσο σκοτάδι και χώνονταν εκεί μέσα όλοι.
Εμείς μπορεί να ήμασταν αυστριακής καταγωγής, αλλά δεν είχαμε καμία σχέση με τους Γερμανούς. Προστατεύαμε, δηλαδή, τους έλληνες πατριώτες.
Θυμάμαι το 1945 ο συγχωρεμένος, ο πατέρας μου, ο Μάξιμος, έκρυβε αντάρτες που τους κυνηγούσαν οι Γερμανοί.
Εκεί, μέσα στα καζάνια, δίπλα στο μαγγανοπήγαδο. Αυτά τα καζάνια είχαν μια κοινή έξοδο προς την καμινάδα. Οι εργάτες στην κλωστοϋφαντουργία ήταν πάντα αριστεροί και μας ξέρανε. Ερχόντουσαν λοιπόν οι Γερμανοί και σταματούσαμε τα καζάνια. 19-20 άντρες θα μπαίνανε μέσα στις μπουγέλες. Ανοίγαν το τάμπερ, το κενό αυτό, για να παίρνουν αέρα. Κρυβόντουσαν εκεί μέσα και μόλις φεύγαν οι Γερμανοί τους βγάζαμε.
Το τάμπερ ήτανε μια μεγάλη λαμαρίνα, που ξεχώριζε την έξοδο του φουγάρου προς τα καζάνια. Αυτά είχαν τεράστιο χώρο μέσα, γιατί πότε δούλευε το ένα καζάνι και πότε το άλλο. Έχει μεγάλη ιστορία τούτο το εργοστάσιο την περίοδο της Κατοχής. Εδώ έχω δουλέψει και εγώ, που γεννήθηκα το 1949. Η κατάσταση ήταν δύσκολή, βέβαια, οι εποχές ήταν δύσκολες και είχαμε φτάσει τα χρέη του ΙΚΑ σε μεγάλα ποσά.
Ο πατέρας μου είχε ιδρύσει μια παράνομη για την εποχή οργάνωση, τη λεγόμενη Σικματέξ, που είχε έδρα στη Λεωφόρο Καβάλας, κοντά στο εργοστάσιο του Σάκη του Κούλη, παλιά υφαντουργία. Εκεί είχε μεγάλο εργοστάσιο ο πατέρας μου, που έκανε μάλλινα υφάσματα. Αυτοί που είχαν ειδικευτεί στην υφαντουργία ήταν αριστεροί όλοι και είχαν μια οργάνωση. Αποφάσισαν να ιδρύσουν την Σικματέξ (που σημαίνει Σικ Μαξ Τεξ - υφαντουργία).
Με αυτή τη φίρμα, μέρος από τα κέρδη, τα χορηγούσε στο ΚΚΕ τότε, για να μπορέσει να εδραιωθεί. Ο πατέρας μου δεν ήταν κουμμουνιστής. Πίστευε όμως σ’ αυτούς που αγωνίζονταν για την πατρίδα. Αλλά η οργάνωση δεν μπόρεσε να επιβιώσει πολύ καιρό. Τον πήρε χαμπάρι ο πατέρας του, ο παππούς μου, ο Παύλος, και του έβαλε πόρτα του πατέρα μου. Τέλος πάντων…
Εγώ ενθυμούμαι και στη δική μου καριέρα, συνέχισα την επιχείρηση και προμήθευα τα νοσοκομεία με φαρμακευτικά υφάσματα, πάντοτε το ΚΚΕ περιέργως με στήριζε στους κρατικούς διαγωνισμούς. Φαίνεται πως εγνώριζαν το παρελθόν.
Δυστυχώς ήρθαν δύσκολες εποχές. Χρωστούσαμε στο ΙΚΑ. Χρωστούσαμε σε τοκογλύφους. Δυστυχώς. Έτσι το χάσαμε το εργοστάσιο. Πώς ακριβώς, δεν ξέρω. Ήμουνα μικρός. Δε θέλω να τα θυμάμαι αυτά… ήταν μεγάλη συμφορά για την οικογένειά μας.
Ονομάζομαι Παύλος Μαξίμου Σικ. Ο προπάππους μου ίδρυσε το εργοστάσιο. Ανήκω στην 5η γενιά των ιδρυτών. Ο τάφος της οικογένειάς μου, από τον προππάπου μου και τη σύζυγό του Μαρί Προσέ βρίσκεται στο πρώτο νεκροταφείο πίσω από την Κοιμωμένη του Χαλεπά… εκεί είναι σκαλισμένο σε μάρμαρο όλο το οικογενειακό μας δέντρο.
Εδώ που καθόμαστε, στο φουαγιέ τώρα, πάνω στη ραπτομηχανή, που ακουμπάμε, είναι ακόμα δεμένη, βλέπω, η μπλε χαντρούλα, που είχε για το μάτι, η συγχωρεμένη η θεια μου η Μαρί. Άγιος άνθρωπος. Κόρη του Παύλου κι αυτή, αδερφή του πατέρα μου. Η οποία είχε κάνει εργαστήριο εδώ και έφτιαχνε πουκάμισα. Καταπληκτικά πουκάμισα. Να φανταστείτε ότι ο Κατράντζος έπαιρνε από εδώ πουκάμισα. Και τη χάντρα την είχε για να την προστατεύει, να μην την ματιάζουνε, για την τέχνη που ήξερε.
Εγώ ήμουνα εδώ μικρούλης. Δούλεψα στο Βαφείο, δούλεψα στα καζάνια, δούλεψα στο ταπητοκαθαριστήριο. Δούλευα τη ράμα, έκανα τις συσκευασίες.
Πηγαίναμε στο σχολείο κι από 12 χρονών ερχόμασταν και δουλεύαμε μετά το σχολείο. Έχω κάνει εγώ εδώ πολλά…»
Προσωδία:
Όταν μπήκαμε για πρώτη φορά μέσα στο σημερινό Θέατρο «Βαφείο-Λάκης Καραλής», (μικρό τμήμα του πρώην εργοστασίου, ιδιοκτησίας ΚΕΔ, το οποίο μισθώσαμε στα τέλη του 1998, ως αστική μη κερδοσκοπική εταιρία θεάτρου Προσωδία), ο αείμνηστος Λάκης Καραλής κι εγώ, νιώσαμε αμέσως την ενέργεια του χώρου. Μια ιδιαιτέρως ισχυρή αίσθηση εγκλωβισμένης ζωής ενός άλλου πολιτισμού.
Τον χώρο τον αγαπήσαμε και φροντίσαμε να τον προστατέψουμε όσο μπορούσαμε. Σώσαμε με ευλάβεια και σεβασμό ό,τι μπορέσαμε.
Διαμορφώσαμε το θέατρο χωρίς να διαταράξουμε την προϋπάρχουσα αισθητική, σε πείσμα πολλές φορές των αρχιτεκτονικών προτάσεων που μας έγιναν.
Δυστυχώς το υπόλοιπο κομμάτι, που φαίνεται πως ανήκει σε ιδιώτη, καταστρέφεται με μανία σιγά-σιγά.
Πρόσφατα, και μέσα σε μία νύχτα, γκρέμισε το ιστορικό φουγάρο με γερανό. Κρίμα!
Μακάρι να κηρυχθεί διατηρητέο, ώστε να μην καταντήσει σκυλάδικο ή πολυκατοικία.
Εμείς τουλάχιστον οφείλουμε την προσπάθεια στο σπουδαίο συνεργάτη μας Λάκη Καραλή, που με τα ίδια του τα χέρια έσωζε κομμάτι-κομμάτι ό,τι μπορούσε, και τόσο δέθηκε με το χώρο αυτό η καλλιτεχνική του ζωή έως το θάνατό του.
Ίσως μέσα από την τέχνη, σε μία μοναδική και μαγική στιγμή καλλιτεχνικής συνεύρεσης του παρελθόντος με το παρόν, να ζωντανεύουν οι πνοές των περασμένων ανθρώπων, που ζήσανε εκεί κάποτε, πάνω από ενάμιση αιώνα, και να ενώνονται, σε κάποια άλλη διάσταση, με ηθοποιούς και κοινό. Ίσως όλα να γίνονται ένα.
Γιατί ο χώρος αναδύει την ιστορία του κι ο χρόνος την πνοή του κι η τέχνη μας, βοηθάει. Και ηθοποιοί και κοινό την εισπράττουν, την οσμίζονται. Και η όσμωση δίνει άλλη διάσταση στα πράγματα.
Ίσως ο ήχος του τρένου, που ακούγεται πάντα μέσα στις παραστάσεις μας, καθώς περνούν τα τρένα στην Κωνσταντινουπόλεως, να θυμίζει κάτι από την αίγλη εκείνου, του πρώτου, του θρυλικού Σαν Μπλαν.
Ίσως ο μακρινός απόηχος από τα χτυπήματα στο σωλήνα, «να δούμε αν αντέχει», να θυμίζουν τους ήχους από τα χτυπήματα στους ρυθμούς της τραγωδίας, που έφτιαχνε ο Λάκης, μελωδίζοντας τα χορικά με αυτοσχέδια όργανα, σωλήνες και μεταλλικά υλικά, που υπήρχαν αυτούσια στο χώρο.
Ίσως κάτι από την ανθρωπιά άλλων εποχών να ζει εκεί μέσα ακόμα.
Ίσως οι έρωτες και οι ιστορίες αγάπης, που πέρασαν, να μας ακούμπησαν κι εμάς.
Τα κοστούμια της πρώτης μας παράστασης (Ορέστεια του Αισχύλου) -γάζες- τα βάψαμε με τα χρώματα που βρήκαμε ξεχασμένα, μέσα στα βαρελάκια. Και το χρώμα από τα χέρια και τα ρούχα μας δεν έφευγε για μέρες. Όπου αγγίζαμε τον πρώτο καιρό βαφόμασταν. Λες και ήθελε το κτίριο να μας σημαδέψει. Να μας ακουμπήσει.
Έτσι πήραμε το βάπτισμα και μυηθήκαμε.
Για να ξαναζωντανέψει πάλι και να γίνει τούτη τη φορά «Βαφείο Ψυχής».
«Έλα, Μαρία», μου είπε ο Λάκης, «δε νιώθεις, ότι ο χώρος μας περίμενε;…»
Ίσως και να μας περίμενε 40 χρόνια κλειστό, έρημο, εγκαταλελειμμένο και ρημαγμένο…
Ίσως να περιμένει τώρα κι εσάς…
Αυτός ο χώρος θέλει να ζήσει!
Οι πληροφορίες προέρχονται από συνέντευξη που δόθηκε από τον κ. Παύλο Σικ, στο φουαγιέ του Θεάτρου «Βαφείο- Λάκης Καραλής» και μαγνητοφωνήθηκε από τη Μαρία Σκούπα την Τρίτη 16 Μαρτίου 2010. Τον ευχαριστούμε πολύ!
Περισσότερες πληροφορίες περιέχονται στο βιβλίο του Χατζάκη «Το Μεταξουργείο». Όπου αφιερώνεται ένα κεφάλαιο.
Επίσης ετοιμάζεται βιβλίο για την ιστορία του χώρου από τη δημοσιογράφο-συγγραφέα Χρύσα Ταβουλάρη κι ένα κινηματογραφικό ντοκυμαντέρ από το σκηνοθέτη Γιώργο Βούρο.
INFO http://www.theatro-vafeio.gr/istoriko-theatrou

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σπιτική Μερέντα και θα με θυμηθείτε!!

Πώς να φτιάξετε υγρό κρεμοσάπουνο από μία μπάρα σαπουνιού